- εξαμηνιά
- ταμνημόσυνο που γίνεται τον έκτο μήνα από το θάνατο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξαμηνία — η (Μ ἑξαμηνία) [εξάμηνος] 1. χρονική περίοδος έξι μηνών 2. ενοίκιο για χρονική περίοδο έξι μηνών 3. καθεμιά από τις δύο χρονικές περιόδους στις οποίες χωρίζεται το σχολικό έτος … Dictionary of Greek
εξαμηνία — η 1. χρονικό διάστημα έξι συνεχών μηνών, το εξάμηνο. 2. ενοίκιο ή αμοιβή για χρονική περίοδο έξι μηνών: Προκαταβάλλεται η εξαμηνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαμήνια — τα [εξάμηνος] μνημόσυνο που τελείται έξι μήνες μετά τον θάνατο … Dictionary of Greek
εξάμηνος — η, ο (AM ἑξάμηνος, ον) 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, ο εξαμηνιαίος 2. αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε έξι μήνες («εξάμηνη συνδρομή» «εξάμηνο περιοδικό») 3. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα (ε)ξάμηνα το μνημόσυνο που γίνεται έξι … Dictionary of Greek
εξαμηνιάτικος — η, ο [εξαμηνία] εξαμηνιαίος … Dictionary of Greek
εξάμηνο — το 1. η εξαμηνία (βλ. λ.). 2. καθεμιά από τις δύο χρονικές περιόδους, στις οποίες ήταν διαιρεμένο το σχολικό έτος: Εξετάσεις πρώτου εξαμήνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαμηνιαίος — α, ο 1. που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών. 2. που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε εξαμηνία: Εξαμηνιαία έκδοση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)